Αἴτνα

Αἴτνα
Αἴτνα (-α, -ας, -αν.)
a the Sicilian mountain under which lay the giant Typhos

ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὅς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας

τιθήνα P. 1.20

Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27

κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92.
b formerly Katane, a city refounded by Hieron Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον i. e. for Deinomenes P. 1.60

κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

ζαθέων ἱερῶν ἑπώνυμε πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105a. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αἴτνα — Αἴτνᾱ , Αἴτνη fem nom/voc/acc dual Αἴτνᾱ , Αἴτνη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίτνα — I Ενεργό ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, του οποίου ο κώνος (3.340 μ.) υψώνεται κοντά στην ανατολική ακτή της Σικελίας, Β ΒΔ της Κατάνης. Οι διαδοχικές εκρήξεις του έχουν δημιουργήσει πολλούς ηφαιστειακούς κρατήρες, από τους οποίους διατηρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Αίτνα — η ηφαίστειο στη Σικελία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αἴτνας — Αἴτνᾱς , Αἴτνη fem acc pl Αἴτνᾱς , Αἴτνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴτναι — Αἴτνᾱͅ , Αἴτνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴτναν — Αἴτνᾱν , Αἴτνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αιτναίος — αἰτναῑος, αία, αῑον (Α) [Αἴτνα] 1. αυτός που προέρχεται από την Αίτνα ή αναφέρεται σ’ αυτήν 2. σικελικός και μτφ. πελώριος, μεγάλος (λεγόταν κυρίως για άλογα, επειδή τα σικελικά άλογα και μουλάρια ήταν περίφημα) …   Dictionary of Greek

  • Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… …   Dictionary of Greek

  • Okeanide — Die Okeaniden. Gustave Doré, 1860 Die Okeaniden (griechisch Ὠκεανίδες, Plural von Ὠκεανίς) sind in der griechischen Mythologie die Töchter des Okeanos und der Tethys, nur Hyginus gibt …   Deutsch Wikipedia

  • Topónimos griegos — Anexo:Topónimos griegos Saltar a navegación, búsqueda Esta es una lista de topónimos griegos tradicionales, es decir, una lista de topónimos que existen en griego. Esto incluye: Lugares que tuvieron protagonismo en la historia de la cultura… …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”